πέρκνα

πέρκνα
και πρέκνα, η
βλ. περκνάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περκνά — περκνός dusky neut nom/voc/acc pl περκνά̱ , περκνός dusky fem nom/voc/acc dual περκνά̱ , περκνός dusky fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περκνάδα — και πέρκνα και πρέκνα, η, Ν κηλίδα στο πρόσωπο και στα ακάλυπτα μέρη τού σώματος ξανθών ατόμων, υπό την επίδραση τού ήλιου το καλοκαίρι, η φακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περκνός + κατάλ. άδα / α (πρβλ. παν άδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”